- παρασίτησις
- παρασῑτ-ησις, εως, ἡ, =A commeatus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασίτησις — ήσεως, ἡ, Α [παρασιτώ] 1. αποστολή και μεταφορά σιταριού με συνοδεία, η σιτοπομπεία* ή σιταγωγία* 2. προμήθεια, εφοδιασμός με σιτάρι 3. στρατ. ειδική υπηρεσία που είχε ως έργο τον ανεφοδιασμό και την συντήρηση τού στρατεύματος σε περίοδο ειρήνης… … Dictionary of Greek
παρασιτήσει — παρασίτησις commeatus fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρασιτήσεϊ , παρασίτησις commeatus fem dat sg (epic) παρασίτησις commeatus fem dat sg (attic ionic) παρασιτέω board and lodge with aor subj act 3rd sg (epic) παρασιτέω board and lodge with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)